- μυογραφικός
- -ή, -ό [μυογράφος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυογραφία2. φρ. «μυογραφική λαβή» — όργανο που χρησιμοποιείται για τη μελέτη τής συστολής τών επιπολής μυών, το οποίο μεταδίδει τις κινήσεις τους σε γραφικό σύστημα.
Dictionary of Greek. 2013.